- εὐρυφαρέτρας
- εὐρῠφᾰρέτρας1 with broad quiver epith of Apollo.
εὐρυφαρέτρας ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.26
τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.111
εὐρυφάρετρ' Ἄπολλον fr. 148.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εὐρυφαρέτρας ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.26
τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.111
εὐρυφάρετρ' Ἄπολλον fr. 148.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εὐρυφαρέτρας — εὐρυφαρέτρᾱς , εὐρυφαρέτρης with wide quiver masc acc pl εὐρυφαρέτρᾱς , εὐρυφαρέτρης with wide quiver masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυφαρέτρης — εὐρυφαρέτρης και εὐρυφαρέτρας, ὁ (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ευρεία φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φαρέτρα] … Dictionary of Greek